Saturday, March 22, 2003

Γιός του Φεγγαριού

Έχει νυχτώσει και πάλι καταμεσής της μέρας…
Τα δάκρυα του λυπημένου ορίζοντα, πέφτουν σαν βροχή
στα βάθη των ωκεανών, στα μακρινά μέρη της άγονης σιωπής …
Όλα μοιάζουν ίδια και βαρετά, ασυνήθιστα καθημερινά
ωσάν ο κόσμος να μην αλλάζει, ωσάν τα δάκρυα του
να πήγανε χαμένα.

Ο Γιος του Φεγγαριού, η αντίθεση στην οντότητα του χάους,
ο πόλεμος ενάντια στο απλό, το ίδιο, το άθλιο…
Ήταν γι’αυτόν ένα πανηγύρι ζωής και αντίθεσης, μια χαρούμενη
φάλαγγα μωσαϊκών που δεν σταματάει ποτέ, αλλά περπατά
απρόσκοπτη στα άβατα λιβάδια του εγώ…

Ο Γιος του Φεγγαριού, μαζί με τα άλλα της ζωής τα παράξενα,
τα διαφορετικά, κρατώντας στο χέρι τις πληγές του πλήθους,
χαμογελά ευτυχισμένος χορεύοντας ξέφρενα σε ρυθμούς
ακόμα και ξένους, κι όμως μπορεί…

Δεν τον σταματάει κανείς, δεν μπορεί να τον σταματήσει,
ούτε καν να τον αγγίξει … ντυμένος με φανταχτερό γκρίζο
μετάξι, προστάτης του ωραίου, ιππότης της χαράς, τραγούδι
του ονείρου…

Ο Γιος του Φεγγαριού, ελεύθερος και συνάμα δυνατός
κυρίαρχος του άδικου παιχνιδιού…

Ο Γιος του Φεγγαριού … ο μεγάλος κρυμμένος εαυτός σου …


Φεβρουάριος, 2004
Εμπνευσμένο από το τραγούδι «Hijo de la Luna», Mario Frangoulis
Στίχοι-Μουσική: José María Cano

Thursday, March 20, 2003

Ποτέ

Ζητώ τα όνειρα που ξεχάστηκαν
όταν μου είπαν ότι μεγάλωσα
Ζητώ την απρόσμενη χαρά των τραγουδιών
που έχασα όταν ωρίμασα.

Παιχνίδι, ξεχασιά και μια μικρή μπάλα
που χάθηκε ... μια κούνια που έσπασε.
Τα δώρα του χρόνου λίγα,
τα δώρα της ζωής ακόμα πιο λίγα...

Η σπίθα υπάρχει, μπορώ να γίνω
ακόμα παιδί, να ζήσω σήμερα, κάθε στιγμή
κάθε ώρα είναι για μένα, ένα σύμπαν ολόκληρο.
Θέλω να μου ανήκουν τα πάντα...

Το βράδυ, πριν κλείσω τα μάτια,
ξέρω ότι έζησα, και θα ζω και την επομένη
ξέροντας ότι έζησα την προηγούμενη ..
και δεν θα πεθάνω ποτέ!

Wednesday, March 19, 2003

Κατακλυσμός Ονείρων

Η βασανισµένη σιωπή των άστρων να γίνεται φορτική,
τα σύννεφα να µαζεύονται στο προσκεφάλι του βασανισµένου ουρανού
ενώ ο ηχηρός σπαραγμός της κατατρεγµένης ελπίδας
διαπερνά σαν αστραπή την άφωνη ατµόσφαιρα.

Η αναµενόµενη καταιγίδα να ετοιµάζεται κι όµως,
η πονηρή πραγµατικότητα να προσπαθεί ακόµη µάταια να ξεφύγει.
Τα σύννεφα ακόµη να µαζεύονται στο µέσο του βασανισµένου ουρανού
αλλά πάντοτε η αντίσταση, η ελπίδα και το όνειρο να υποµένουν.

∆εν είναι πρωτόγνωρο για µας, το έχουµε υποστεί ξανά και ξανά,
το έχουµε, και µας έχει συνηθίσει όµως ακόµα το νιώθουµε αγνό,
πραγµατικό και ωµό όπως τις µέρες που µας χάριζε ζωή, όπως τότε,
που ο καθένας πρόσµενε να φυσήξει και πάλι ο ανατριχιαστικός αέρας.

Τα σύννεφα της δικής µας αχαριστίας ακόµη να πυκνώνουν και να
µαυρίζουν τον ουρανό της δικής µας πονεµένης συνείδησης.
Η καταιγίδα είναι πλέον κοντά, η ψυχή ακόµη βασανίζεται και τελικά
το σκηνικό να έχει στηθεί για το µένος και τη δύναµη που πάντα θέλαµε.

Ξαφνικά, εκεί που όλοι το περίµεναν,
να ξεσπά ο κατακλυσµός των ονείρων,
και εµείς να τον έχουµε αποθεώσει ενώ αυτός µας υποδουλώνει...
Η ειρωνεία της αντίστασης,
η ψευτιά της ελπίδας και ο χαµός του ονείρου,
όλα µπροστά µας και πάντοτε µακριά και βασανιστικά απρόσιτα.

Ο κατακλυσµός των ονείρων, η καταιγίδα της σιωπής,
η καταστροφή του πάθους.
∆εν είναι για µας αυτά,
δεν αντέχουµε άλλο να µην αποφασίζουµε για όλα.
Τα χέρια µας δεν είναι δουλεµένα αρκετά,
το µυαλό µας δεν το ‘χει πολυσκεφτεί.
Στο µάτι του τυφώνα, στο κέντρο της γης, στο βάθος της ψυχής, παντού ...

Tuesday, March 18, 2003

Ερωτήσεις

Ο κόσµος γύρω µου να χαλάει απρόσµενα,
δεν υπάρχει λόγος.
Να ζεις για άλλους χωρίς να ζουν για σένα
Πως;

Η πόρτα να κλείνει κι’όµως ο θόρυβος µένει,
µε τρελαίνει, µε βασανίζει, µ’αρέσει.
Για να ξεφύγω πρέπει να παραµείνω
Γιατί;

Και να βλέπει από µακριά αλλά
να µην σε φτάνει ποτέ χωρίς να σε κρίνει
και εσύ να ρωτάς,
Ποιός;

Το ρολόι στο κέντρο του κόκκινου άδειου τοίχου
να καταδιώκεται από όλους
ενώ το τσουβάλι του χρόνου να αδειάζει,
Πότε;

Στο τέλος και αφού προσβλέπεις για αλλού,
να σύρεσαι, να κλαις και να ταξιδεύεις
και ακόµα να διερωτάσαι,
Πού;

Monday, March 17, 2003

Ζωή

Σ’ένα χορό χωρίς τραγούδι,
σ'ένα ξεχασµένο ύµνο που
εξιστορεί τα πάθη µιας χαµένης ζωής
σ’ένα νεκρό κόκκινο λουλούδι.

Παντού και πουθενά,
ο Ένας ή ο κανένας
και στο τέλος του δρόµου, ο άλλος.
Ο άγνωστος εγώ του χαµένου εαυτού.

Να κάνεις τί, για να πας πού;
Να είσαι κοµµάτι µιας µικρής πραγµατικότητας.
Να προσπαθείς να σπάσεις το γυαλί
για να φτάσεις στο εκτυφλωτικό φως.

Και µετά, χωρίς φως, τι να γίνει;
Πού να πας, ποιόν να δείς και ποιός να σε δεί;
Χαµένη αλήθεια, φτηνών κόσµων µιας
αλλοπρόσαλης πραγµατικότητας.

Και οι φίλοι, τι γίνανε οι φίλοι;
Το τέλος του δρόµου, ο άλλος και αυτοί, όλοι εκεί.
Και εσύ να λείπεις ή να φτάνεις ή να χάνεσε.
Πονηρή παραµονή ελλειπούσης ουσίας.

Τελικά, το χώµα νεκρό, οι ανθοί µαύροι
και στο τέρµα το µηδέν ή το άπειρο,
Στο τέρµα ή στην αρχή, ο χαµένος ή ο κερδισµένος,
και ο αδεισώπητος δεσµός των φίλων να µένει,
σιωπηλός, µπλεγµένος καλός και κακός, γιατί;